-
1 ἔφ-εσις
ἔφ-εσις, ἡ, 1) das Danachwerfen, ἡ τοῖς βέλεσιν ἔφ. Plat. Legg. IV, 717 a. – 2) das Streben, Trachten wonach (vom med. ἐφίεμαι), Plat. defin. 413 c; ἡ βούλησις ἔφεσις μετὰ λόγου ὀρϑοῦ τοῦ τέλους Arist. Eth. 3, 5, 7; λύπης rhet. 3, 4; Plut. oft, der ἐφέσεις καὶ διώξεις vrbdt, Neigungen u. Bestrebungen, de tranq. animi 7. – 3) in der Gerichtssprache die Appellation, ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή Harpocr.; οὐκ ἂν ἐδώκατε τὴν εἰς ὑμᾶς ἔφεσιν Dem. 57, 6; D. Hal. 6, 58; Plut. Sol. 18; ἔφεσιν ἀγωνίζεσϑαι Luc. Prom. 4. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 766 ff.
-
2 ὀξυ-βελής
ὀξυ-βελής, ές, mit spitzen Pfeilen, scharfgespitzt; ὀϊστός, Il. 4, 126, wo erklärt wird ὀξὺ βέλος ὤν. Aber καταπέλται, D. Sic. 14, 50, = mit spitzen Pfeilen schießend, oder schnell schießend; auch ὁ ὀξυβελής allein, eine solche Wurfmaschine, 20, 75, τοῖς ὀξυβελέσι καὶ τοῖς ἄλλοις παντοίοις βέλεσιν ἀνειργόμενος. Vom Igel, χαῖται ὀξυβελεῖς, Empedocl. 234, die spitzen Stacheln, von denen man auch glaubte, daß er sie abschießen könne. Uebh. spitz, scharf, rauh, νῶτα καράβου ὀξυβελῆ, Opp. Hal. 2, 346, der auch πόϑον ὀξυβελῆ vrbdt, 4, 41.
См. также в других словарях:
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek